- δυναμική οικονομική
- Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου.
Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία που διατύπωσαν, στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού και με βάση την αντιστοιχία της ζήτησης και της προσφοράς, θα έπρεπε να προκύψει ένα σύστημα τιμών ικανό να επιφέρει ισορροπία μεταξύ των ζητούμενων και των προσφερόμενων ποσοτήτων εμπορευμάτων, μεταξύ των τιμών και του κόστους παραγωγής, μεταξύ της αποταμίευσης και της επένδυσης. Σε κάθε εξωτερική πίεση –πρόσκαιρη ή διαρκή– o μηχανισμός της αγοράς θα έπρεπε να αντιδρά, τείνοντας αντίστοιχα να επανακτήσει την αρχική του θέση ή να προσαρμοστεί –με τις κατάλληλες διακυμάνσεις– στη νέα κατάσταση. Από αυτή τη στατική αντίληψη της οικονομίας εμπνέονταν, τουλάχιστον αρχικά, οι θεωρίες που είχαν αφιερωθεί στη μελέτη της οικονομικής ισορροπίας. Η ιδέα αυτή της ισορροπίας, την οποία δανείστηκαν οι οικονομολόγοι από τις φυσικές επιστήμες (από τη μηχανική), εξελίχθηκε αργότερα σε μια διαφορετική αντίληψη, που αντλούσε από την επιστήμη της βιολογίας, η οποία ταύτιζε την ισορροπία με την αρμονική λειτουργία και την εξέλιξη ενός ανεπτυγμένου οργανισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, εγκαταλείποντας την αισιόδοξη πίστη (που έτρεφαν οι πρώτοι οπαδοί της φιλελεύθερης σχολής) σε μία υπέρτατη και φυσική αρμονία του οικονομικού συστήματος, κατέληξαν πολύ σύντομα να θεωρούν την ιδέα της ισορροπίας απλώς ως ένα όργανο, με το οποίο ερμηνευόταν κατά προσέγγιση μια αρκετά πολύπλοκη και υποκείμενη σε κάθε είδος δυσαρμονικών διακυμάνσεων και ελλείψεων ισορροπίας πραγματικότητα.
Οι εμπειρίες από μια σειρά σοβαρών οικονομικών κρίσεων, και κυρίως από την καταστροφική κρίση του 1929, παρείχαν την οριστική απόδειξη ότι η εμπορευματική οικονομία είναι κάθε άλλο παρά ένα στατικό σύστημα, ικανό να επανακτά αυτόματα την ισορροπία του. Οι εμπειρίες αυτές υπήρξαν η αφορμή για την ανανέωση της οικονομικής επιστήμης η οποία –κυρίως με το έργο του Τζον Μέιναρντ Κέινς– προσανατόλισε τις έρευνές της στις δυναμικές όψεις ολόκληρου του συστήματος.
Οι δυναμικές αυτές όψεις συγκεκριμενοποιούνται στις μεταβολές και διακυμάνσεις των μεγάλων οικονομικών μεγεθών (παραγωγική δραστηριότητα, εισοδήματα, κατανάλωση, αποταμιεύσεις, επενδύσεις, τιμές κλπ.) και στις επιμέρους ελλείψεις ισορροπίας. Οι μεταβολές αυτές μπορούν να εκδηλωθούν κατά τρόπο συμπτωματικό (αν οφείλονται σε τυχαία αίτια) ή κατά μόνιμο τρόπο (κινήσεις οικονομικής ανάπτυξης ή επιβράδυνσης μεγάλης διάρκειας) ή ακόμα μπορούν να έχουν τον χαρακτήρα των κυκλικών διακυμάνσεων (οικονομικός κύκλος). Για μια σειρά λόγων, οι συμπτωματικές διακυμάνσεις (που δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν) και οι εποχικές ή μακράς διάρκειας (για τις οποίες, αντίθετα, είναι δυνατόν να διατυπωθούν θετικές προβλέψεις) προκάλεσαν μεταξύ των οικονομολόγων ένα σχετικά μικρότερο ενδιαφέρον από τις κυκλικές διακυμάνσεις· οι τελευταίες προσέλκυσαν την προσοχή της έρευνας τόσο εξαιτίας των καταστροφικών τους συνεπειών όσο και εξαιτίας των δυσκολιών που δημιουργούσαν στη διατύπωση προβλέψεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους, η μελέτη της δ.ο. ξεκίνησε και αναπτύχθηκε με στόχο προπάντων την καλύτερη γνώση των αιτιών των κυκλικών διακυμάνσεων καθώς και την ορθότερη πρόβλεψη της οικονομικής πορείας, σε συνάρτηση με μία αντικυκλική πολιτική.
Σχετικά με τις αιτίες των κυκλικών διακυμάνσεων έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές μπορούν να ενταχθούν σε δύο κύριες κατηγορίες: εκείνες που αναζητούν τα αίτια των μεταβολών στις εναλλαγές κάποιου συντελεστή που βρίσκεται εκτός του μηχανισμού του οικονομικού συστήματος (π.χ. δημογραφικές μεταβολές, τεχνολογικές καινοτομίες) και εκείνες που εντοπίζουν τα αίτια στην εσωτερική δομή του συστήματος, το οποίο δημιουργεί κινήσεις εκκρεμούς, υπό την έννοια της ανάπτυξης ή της ύφεσης των εργασιών.
Παραμερίζοντας το γεγονός ότι πολλές από τις λεγόμενες εξωτερικές αιτίες αναφέρονται σε κοινωνικά γεγονότα (δημογραφία, ρυθμός της τεχνολογικής προόδου), που στην πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητα από τα οικονομικά γεγονότα υπό στενή έννοια, οι οικονομολόγοι τείνουν σήμερα να ερμηνεύουν τη γέννηση των διακυμάνσεων με βάση τον συνδυασμό εξωτερικών και εσωτερικών αιτίων. Τα εξωτερικά αίτια (αύξηση του πληθυσμού, η υιοθέτηση διαφορετικών τεχνικών παραγωγής, μια απροσδόκητη μεταβολή των ρευμάτων εξωτερικών συναλλαγών, μια σημαντική μεταφορά χρηματικών κεφαλαίων) μπορεί να δώσουν την αρχική ώθηση.
Ολόκληρος ο μηχανισμός του οικονομικού συστήματος είναι τέτοιος ώστε το σύστημα να αντιδρά σε αυτή την ώθηση με περισσότερο ή λιγότερο βίαιες ταλαντεύσεις, που εκδηλώνονται, όπως αναφέρθηκε, σε διακυμάνσεις του εθνικού εισοδήματος και των κυριότερων συστατικών στοιχείων του.
Για να γίνει κατανοητός o μηχανισμός αυτός, οι οικονομικές μελέτες προσανατολίζονται προς τη λεγόμενη ανάλυση του εθνικού εισοδήματος. Το εθνικό εισόδημα είναι το σύνολο των υλικών και άυλων αγαθών που παράγονται σε μία χώρα σε μία δεδομένη χρονική περίοδο και ταυτόχρονα υπολογίζεται, από νομισματική άποψη, ως το σύνολο όλων των ατομικών εισοδημάτων που εισπράττονται από τους ιδιώτες. Τα εισοδήματα αυτά (ημερομίσθια των εργατών, τόκοι των κεφαλαιούχων, κέρδη των επιχειρηματιών, πρόσοδοι των γαιοκτημόνων) διοχετεύονται από εκείνους που τα εισπράττουν κατά ένα μέρος για την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών και κατά ένα άλλο μέρος αποταμιεύονται (δηλαδή δίνονται, με τη μεσολάβηση των τραπεζών και του χρηματιστηρίου, στους επιχειρηματίες, για να μπορέσουν οι τελευταίοι να αποκτήσουν αγαθά επένδυσης). Υπάρχει λοιπόν ένα είδος κλειστού κύκλου, μέσα στον οποίο οι παραγωγικοί συντελεστές προσφέρονται στις επιχειρήσεις από τους ιδιώτες με ανταλλαγή νομίσματος, το οποίο επιστρέφουν στις επιχειρήσεις κατά την απόκτηση των προϊόντων. Για να υπάρχει λοιπόν ισορροπία πρέπει, με δεδομένες ορισμένες τιμές, η ποσότητα καταναλωτικών αγαθών που έχει παραχθεί να είναι ίση προς εκείνη που ζητούν οι καταναλωτές, ενώ η ποσότητα αγαθών επένδυσης που έχει παραχθεί να είναι αντίστοιχα ίση προς το ποσό της αποταμίευσης που έχει τεθεί στη διάθεση των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, στη δεύτερη αυτή αναγκαία εξίσωση οι οικονομολόγοι εντόπισαν ένα ασθενές σημείο του παραπάνω μηχανισμού: κατά την κλασική οικονομική θεωρία, η ποσότητα αποταμίευσης που προσφέρουν οι ιδιώτες θα έπρεπε να εξισορροπηθεί με την ποσότητα αποταμίευσης που ζητούν οι επιχειρηματίες για επενδύσεις, χάρη στις ανοδικές ή καθοδικές διακυμάνσεις του επιτοκίου, διακυμάνσεις που θα ενθάρρυναν διαδοχικά τους ιδιώτες και θα αποθάρρυναν τους επιχειρηματίες όσον αφορά την αποταμίευση ή την επένδυση, έως την επίτευξη της ισορροπίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η απόφαση αποταμίευσης υιοθετείται από τους ιδιώτες για λόγους (πρόνοιας, συνήθειας κλπ.) τελείως ανεξάρτητους από το επίπεδο του επιτοκίου, ενώ η απόφαση επένδυσης υιοθετείται από τους επιχειρηματίες αφού ληφθούν υπόψη, περισσότερο και από το ίδιο το επιτόκιο, οι προβλέψεις για τα ενδεχόμενα κέρδη. Εξωτερικά γεγονότα, όπως η δημογραφική ανάπτυξη ή η τεχνική πρόοδος, καθιστούν αυτές τις αποφάσεις επενδύσεων αρκετά ευμετάβλητες και συμβάλλουν ώστε η αναγκαία εξίσωση μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης πολύ συχνά να μην επιτυγχάνεται. Τέτοια γεγονότα (αλλά και άλλα, όπως η υπερβολική επέκταση των τραπεζικών πιστώσεων, ένα κύμα αισιοδοξίας ή πανικού κλπ.) μπορεί να δώσουν αυτή την ώθηση, στην οποία το οικονομικό σύστημα αντιδρά με λιγότερο ή περισσότερο ισχυρές ταλαντεύσεις. Οι δυναμικές αυτές αντιδράσεις οφείλονται στην ύπαρξη ενδογενών αιτίων στη φιλελεύθερη οικονομία, όπως είναι, για παράδειγμα, η αρχή του πολλαπλασιασμού, η αρχή της επιτάχυνσης, η επίδραση των πάγιων εξόδων, η ελαστικότητα των ημερομισθίων, οι προβλέψεις των επιχειρηματιών κλπ.
Η αρχή του πολλαπλασιασμού σημαίνει ότι, σε μία ορισμένη φάση ανάπτυξης, μια αύξηση του εισοδήματος προκαλεί (αν υπάρχουν μη απασχολούμενοι παραγωγικοί συντελεστές) μια αλυσίδα συνεχών αυξήσεων του εισοδήματος. Κατά ανάλογο τρόπο, σε φάση ύφεσης κάθε μείωση του εισοδήματος, και συνεπώς της ζήτησης αγαθών, προκαλεί μια σειρά συνεχών μειώσεων εισοδήματος, σύμφωνα με μια αντίστροφη σωρευτική διαδικασία. Ακόμα πιο αισθητά, όμως, μπορούν να είναι τα αποτελέσματα της αρχής της επιτάχυνσης. Η τελευταία συνιστά έναν ισχυρό παράγοντα διαταραχής της ισορροπίας του οικονομικού συστήματος, αφού αφενός έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επενδύσεων πέρα από την επιδιωκόμενη αναλογία σε σχέση με την αύξηση της κατανάλωσης, αλλά αφετέρου επενεργεί εξίσου ισχυρά κατά αντίστροφη έννοια και μάλιστα συντελεί ώστε να αρκεί μια απλή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης για να προκαλέσει μείωση των επενδύσεων.
Όσον αφορά τις πάγιες δαπάνες και τα ημερομίσθια, αρκεί η επισήμανση ότι κατά τη διάρκεια της ανοδικής φάσης οι πρώτες μπορούν να κατανεμηθούν από τους επιχειρηματίες σε ένα μεγαλύτερο ποσό παραγόμενων εμπορευμάτων, ενώ τα ημερομίσθια ακολουθούν με αργό ρυθμό την αύξηση των άλλων εισοδημάτων και των τιμών. Και οι δύο αυτές αιτίες προκαλούν μείωση του κόστους κατά τη διάρκεια μιας ανοδικής φάσης και συνεπώς αποτελούν ένα επιπλέον κίνητρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. To αντίθετο συμβαίνει κατά τη διάρκεια της περιόδου ύφεσης. Παράλληλα, και οι προβλέψεις των επιχειρηματιών μπορούν να εντείνουν τις οικονομικές διακυμάνσεις: η στατική μελέτη της οικονομίας δείχνει, για παράδειγμα, ότι όταν η ζήτηση ενός εμπορεύματος είναι κατώτερη από την προσφορά, μια μείωση της τιμής θα έπρεπε να προκαλέσει την αύξηση της ζητούμενης ποσότητας από τους αγοραστές και να προκαλέσει αντίθετα τη μείωση της προσφερόμενης ποσότητας από τους πωλητές. Ωστόσο, όταν τα άτομα προβλέπουν ότι την παρούσα μείωση των τιμών δεν θα την ακολουθήσουν άλλες, καθένα από τα δύο μέρη συμπεριφέρεται –για λόγους κερδοσκοπίας– κατά τρόπο ακριβώς αντίθετο· έτσι κάθε μείωση της τιμής προκαλεί νέες, ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις, οι οποίες επιβαρύνουν την οικονομία.
Αυτοί είναι ορισμένοι από τους συντελεστές που επιτείνουν τις ανοδικές ή καθοδικές δυναμικές διαδικασίες. Προφανώς αυτές οι διακυμάνσεις δεν υπακούουν μόνο στους κανόνες που αναφέρθηκαν, καθώς η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας υπόκειται μακροχρόνια στα όρια που διαγράφουν οι αντικειμενικοί παράγοντες της δημογραφικής ανάπτυξης, της τεχνικής προόδου και της ανακάλυψης νέων φυσικών πλουτοπαραγωγικών πόρων. Ωστόσο, πέρα από τα όρια αυτά, για την έναρξη μιας καθοδικής φάσης αρκεί η στιγμή κατά την oποία η ανοδική ώθηση εξαντλείται και η προσφορά αποταμίευσης δεν είναι πια επαρκής για να χρηματοδοτήσει τις υπερβολικές επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από τους επιχειρηματίες με την προσφυγή στις τραπεζικές πιστώσεις (ή –εφόσον όλοι οι παραγωγικοί συντελεστές είναι πλήρως απασχολημένοι– οι αυξήσεις των χρηματικών εισοδημάτων δεν αντιστοιχούν σε μια επαυξημένη διάθεση εμπορευμάτων και η αρχή του πολλαπλασιασμού έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση πληθωριστικής, ελικοειδούς, ανοδικής πορείας, κατά την οποία συναγωνίζονται μάταια οι αυξήσεις των τιμών και των ημερομισθίων). Η νέα κατάσταση επιδρά στη συμπεριφορά των επιχειρηματιών, οι οποίοι περιστέλλουν τις επενδύσεις τους ανάλογα με το πόσο αποτελεσματικά επενεργεί η αρχή της επιτάχυνσης. Η διαδικασία αυτή επιφέρει κρίση και έναρξη της φάσης ύφεσης, που επιτείνεται από ανάλογα σωρευτικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, η παράταση της φάσης ύφεσης δεν προκαλεί τόσο ισχυρές αντιδράσεις, όπως εκείνες που τερματίζουν την ανάπτυξη, ενώ η ανορθωτική φάση μπορεί να καθυστερήσει, αν δεν υπάρξει παρέμβαση του κράτους.
Το τελευταίο επισπεύδει τη φάση ανόρθωσης με τη λήψη μέτρων στο θέμα των οικονομικών διακυμάνσεων, που αποβλέπουν στη διασφάλιση μιας εξισορροπημένης ανάπτυξης του εθνικού εισοδήματος. Η πολιτική αυτή αντλεί τους προσανατολισμούς της δράσης της από την ανάλυση του εισοδήματος, βασιζόμενη στις νεότερες θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση με βάση την ο.δ., κατασκευάζοντας μαθηματικά πρότυπα που διαρκώς βελτιώνονται και προσαρμόζονται στην πολύπλοκη, δυναμική πραγματικότητα του συστήματος.
Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών κατά τη δεκαετία του 1990 (κυρίως του Ίντερνετ) κατέδειξε τις δυναμικές αλλαγές στο χώρο της παγκόσμιας οικονομίας. Στη φωτογραφία, ο πρόεδρος της Microsoft Μπιλ Γκέιτς στην παρουσίαση ενός νέου προϊόντος (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.